- ἑώλων
- ἕωλοςa day oldmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύσηπτος — εὔσηπτος, ον (Α) αυτός που σαπίζει εύκολα («κρεῶν ἑώλων εὔσηπτος ἡ φύσις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σηπτός (< σήπομαι «σαπίζω»)] … Dictionary of Greek
λαμπάδιον — λαμπάδιον, τὸ (ΑM) [λαμπάς] μικρή λαμπάδα («λαβὼν στέφανον τῶν ἑώλων καὶ λαμπάδιον... πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἐκώμαζεν», Πλούτ.) αρχ. 1. μαντήλι («καὶ ἰδοὺ λυχνία χρυσῆ ὅλη καὶ τὸ λαμπάδιον ἐπάνω αὑτῆς», ΠΔ) 2. επίδεσμος τραύματος 3. (στη Θήβα) ταινία … Dictionary of Greek